θερμοφιλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θερμοφιλικός | η | θερμοφιλική | το | θερμοφιλικό |
| γενική | του | θερμοφιλικού | της | θερμοφιλικής | του | θερμοφιλικού |
| αιτιατική | τον | θερμοφιλικό | τη | θερμοφιλική | το | θερμοφιλικό |
| κλητική | θερμοφιλικέ | θερμοφιλική | θερμοφιλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θερμοφιλικοί | οι | θερμοφιλικές | τα | θερμοφιλικά |
| γενική | των | θερμοφιλικών | των | θερμοφιλικών | των | θερμοφιλικών |
| αιτιατική | τους | θερμοφιλικούς | τις | θερμοφιλικές | τα | θερμοφιλικά |
| κλητική | θερμοφιλικοί | θερμοφιλικές | θερμοφιλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις θερμόφιλος, θερμός και φίλος
Μεταφράσεις
θερμοφιλικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.