θερμοσιφωνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θερμοσιφωνικός | η | θερμοσιφωνική | το | θερμοσιφωνικό |
| γενική | του | θερμοσιφωνικού | της | θερμοσιφωνικής | του | θερμοσιφωνικού |
| αιτιατική | τον | θερμοσιφωνικό | τη | θερμοσιφωνική | το | θερμοσιφωνικό |
| κλητική | θερμοσιφωνικέ | θερμοσιφωνική | θερμοσιφωνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θερμοσιφωνικοί | οι | θερμοσιφωνικές | τα | θερμοσιφωνικά |
| γενική | των | θερμοσιφωνικών | των | θερμοσιφωνικών | των | θερμοσιφωνικών |
| αιτιατική | τους | θερμοσιφωνικούς | τις | θερμοσιφωνικές | τα | θερμοσιφωνικά |
| κλητική | θερμοσιφωνικοί | θερμοσιφωνικές | θερμοσιφωνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θερμοσιφωνικός < θερμοσίφων(ας) + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /θeɾ.mo.si.fo.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θερ‐μο‐σι‐φω‐νι‐κός
Επίθετο
θερμοσιφωνικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, φυσική) που σχετίζεται με θερμοσίφωνα
- ↪ θερμοσιφωνικό σύστημα
Μεταφράσεις
θερμοσιφωνικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.