θεραπευτήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θεραπευτήριο | τα | θεραπευτήρια |
| γενική | του | θεραπευτηρίου & θεραπευτήριου |
των | θεραπευτηρίων |
| αιτιατική | το | θεραπευτήριο | τα | θεραπευτήρια |
| κλητική | θεραπευτήριο | θεραπευτήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θεραπευτήριο < θεραπεύ(ω) + -τήριον > -τήριο. Διαφορετική η μεσαιωνική λέξη θεραπευτήριον (τρόπος θεραπείας) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /θe.ɾa.peˈfti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ρα‐πευ‐τή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
θεραπευτήριο ουδέτερο
- μονάδα παροχής ιατρικών υπηρεσιών, ιατρείο, ιατρικό κέντρο, κλινική ή νοσοκομείο ή ψυχιατρείο
- ↪ το Θεραπευτήριο του ΙΚΑ
Μεταφράσεις
θεραπευτήριο
|
|
Αναφορές
- θεραπευτήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.