θεματοδότης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θεματοδότης | οι | θεματοδότες |
| γενική | του | θεματοδότη | των | θεματοδοτών |
| αιτιατική | τον | θεματοδότη | τους | θεματοδότες |
| κλητική | θεματοδότη | θεματοδότες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- θεματοδότρια
- θεματοδοτώ
- → δείτε τις λέξεις θέμα και δίνω
Μεταφράσεις
θεματοδότης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.