θεατός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θεατός | η | θεατή | το | θεατό |
| γενική | του | θεατού | της | θεατής | του | θεατού |
| αιτιατική | τον | θεατό | τη | θεατή | το | θεατό |
| κλητική | θεατέ | θεατή | θεατό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θεατοί | οι | θεατές | τα | θεατά |
| γενική | των | θεατών | των | θεατών | των | θεατών |
| αιτιατική | τους | θεατούς | τις | θεατές | τα | θεατά |
| κλητική | θεατοί | θεατές | θεατά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θεατός < αρχαία ελληνική θεατός < θεάομαι
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.