θαλασσόδαρτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θαλασσόδαρτος | η | θαλασσόδαρτη | το | θαλασσόδαρτο |
| γενική | του | θαλασσόδαρτου | της | θαλασσόδαρτης | του | θαλασσόδαρτου |
| αιτιατική | τον | θαλασσόδαρτο | τη | θαλασσόδαρτη | το | θαλασσόδαρτο |
| κλητική | θαλασσόδαρτε | θαλασσόδαρτη | θαλασσόδαρτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θαλασσόδαρτοι | οι | θαλασσόδαρτες | τα | θαλασσόδαρτα |
| γενική | των | θαλασσόδαρτων | των | θαλασσόδαρτων | των | θαλασσόδαρτων |
| αιτιατική | τους | θαλασσόδαρτους | τις | θαλασσόδαρτες | τα | θαλασσόδαρτα |
| κλητική | θαλασσόδαρτοι | θαλασσόδαρτες | θαλασσόδαρτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θαλασσόδαρτος < θαλασσοδέρνω + -τος
Επίθετο
θαλασσόδαρτος, -η, -ο
Μεταφράσεις
θαλασσόδαρτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.