θαλασσοπνίχτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θαλασσοπνίχτης οι θαλασσοπνίχτες
      γενική του θαλασσοπνίχτη των θαλασσοπνιχτών
    αιτιατική τον θαλασσοπνίχτη τους θαλασσοπνίχτες
     κλητική θαλασσοπνίχτη θαλασσοπνίχτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θαλασσοπνίχτης < θάλασσα + πνίχτης

Ουσιαστικό

θαλασσοπνίχτης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.