θαλασσομάχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θαλασσομάχος | οι | θαλασσομάχοι |
| γενική | του | θαλασσομάχου | των | θαλασσομάχων |
| αιτιατική | τον | θαλασσομάχο | τους | θαλασσομάχους |
| κλητική | θαλασσομάχε | θαλασσομάχοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
θαλασσομάχος αρσενικό
- Αυτός που μάχεται στη θάλασσα, ο ναυμάχος.
- Ο Λάμπρος Κατσώνης ηταν σπουδαίος θαλασσομάχος.
- Αυτός που έχει περάσει πολλά χρόνια στη θάλασσα ή έχει κινδυνέψει πολλές φορές από αυτήν. Ο θαλασσοδαρμένος.
- Ο καπετάν Νικόλας, παλιός θαλασσομάχος, περνά τώρα τις μέρες του στην προκυμαία αγναντεύοντας το πέλαγο.
- (ναυτικός όρος), (ναυπηγικός όρος) το φερόμενο προς τα κάτω κάθετο στυλίδιο στον πρόβολο των ιστιοφόρων πλοίων
- ο θαλασσομάχος ενισχύει τον πρόβολο με τα σχοινιά που διέρχονται απ' αυτόν καλούμενα επίσημα (κατά θέση) παρυπήνες καθώς και το προστατευτικό δίχτυ του προβόλου (προβολόδιχτο)
- αυτός που έχει κάνει μεγάλα ταξίδια
Συγγενικά
Συνώνυμα
- (1) ναυμάχος
- (2) θαλασσοδαρμένος, θαλασσόλυκος
Μεταφράσεις
θαλασσομάχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.