κοάλα
Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία
- κοάλα < (άμεσο δάνειο) αγγλική koala < Darug gula
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈa.la/
Ουσιαστικό
κοάλα ουδέτερο άκλιτο
- (θηλαστικό ζώο) μαρσιποφόρο φυτοφάγο ζώο της Αυστραλίας (Φασκόλαρκτος ο στακτόχρους - Phascolarctos cinereus)
-
κοάλα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.