ηρωοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ηρωοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ηρωοποιώ
  2. θα ηρωοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ηρωοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ηρωοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ηρωοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.