ημιφανής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιφανής η ημιφανής το ημιφανές
      γενική του ημιφανούς* της ημιφανούς του ημιφανούς
    αιτιατική τον ημιφανή την ημιφανή το ημιφανές
     κλητική ημιφανή(ς) ημιφανής ημιφανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιφανείς οι ημιφανείς τα ημιφανή
      γενική των ημιφανών των ημιφανών των ημιφανών
    αιτιατική τους ημιφανείς τις ημιφανείς τα ημιφανή
     κλητική ημιφανείς ημιφανείς ημιφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία el

ημιφανής < ημι- + -φανης < ἔφαίνομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /i.mi.faˈnis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /i.mi.faˈnes/ ουδέτερο

Επίθετο

ημιφανής, -ής, -ές αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  • που μισοφαίνεται
    • που φαίνεται τμήμα του
    • που δεν είναι ευδιάκριτος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.