ημιορεινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ημιορεινός | η | ημιορεινή | το | ημιορεινό |
| γενική | του | ημιορεινού | της | ημιορεινής | του | ημιορεινού |
| αιτιατική | τον | ημιορεινό | την | ημιορεινή | το | ημιορεινό |
| κλητική | ημιορεινέ | ημιορεινή | ημιορεινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ημιορεινοί | οι | ημιορεινές | τα | ημιορεινά |
| γενική | των | ημιορεινών | των | ημιορεινών | των | ημιορεινών |
| αιτιατική | τους | ημιορεινούς | τις | ημιορεινές | τα | ημιορεινά |
| κλητική | ημιορεινοί | ημιορεινές | ημιορεινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ημιορεινός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
ημιορεινός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.