ημιβάρβαρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ημιβάρβαρος | η | ημιβάρβαρη | το | ημιβάρβαρο |
| γενική | του | ημιβάρβαρου | της | ημιβάρβαρης | του | ημιβάρβαρου |
| αιτιατική | τον | ημιβάρβαρο | την | ημιβάρβαρη | το | ημιβάρβαρο |
| κλητική | ημιβάρβαρε | ημιβάρβαρη | ημιβάρβαρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ημιβάρβαροι | οι | ημιβάρβαρες | τα | ημιβάρβαρα |
| γενική | των | ημιβάρβαρων | των | ημιβάρβαρων | των | ημιβάρβαρων |
| αιτιατική | τους | ημιβάρβαρους | τις | ημιβάρβαρες | τα | ημιβάρβαρα |
| κλητική | ημιβάρβαροι | ημιβάρβαρες | ημιβάρβαρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ημιβάρβαρος, -η, -ο
- που βρίσκεται σε ένα ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ βαρβαρότητας και πολιτισμού
- ημιβάρβαρος λαός, ημιβάρβαρη κατάσταση
Μεταφράσεις
ημιβάρβαρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.