ημίμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημίμετρο τα ημίμετρα
      γενική του ημιμέτρου
& ημίμετρου
των ημιμέτρων
    αιτιατική το ημίμετρο τα ημίμετρα
     κλητική ημίμετρο ημίμετρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ημίμετρο < ημι- + μέτρο, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική demi-mesure

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈmi.me.tɾo/

Ουσιαστικό

ημίμετρο ουδέτερο

  • μέτρο ανεπαρκές να αντιμετωπίσει ικανοποιητικά ένα πρόβλημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.