ηλεταχυδρομείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ηλεταχυδρομείο τα ηλεταχυδρομεία
      γενική του ηλεταχυδρομείου των ηλεταχυδρομείων
    αιτιατική το ηλεταχυδρομείο τα ηλεταχυδρομεία
     κλητική ηλεταχυδρομείο ηλεταχυδρομεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηλεταχυδρομείο < ηλε- + ταχυδρομείο

Ουσιαστικό

ηλεταχυδρομείο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.