ηλεκτρομαγνητική επαγωγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ηλεκτρομαγνητική επαγωγή | οι | ηλεκτρομαγνητικές επαγωγές |
| γενική | της | ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής | των | ηλεκτρομαγνητικών επαγωγών |
| αιτιατική | την | ηλεκτρομαγνητική επαγωγή | τις | ηλεκτρομαγνητικές επαγωγές |
| κλητική | ηλεκτρομαγνητική επαγωγή | ηλεκτρομαγνητικές επαγωγές | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ηλεκτρομαγνητική επαγωγή < → δείτε τη λέξη ηλεκτρομαγνητικός (από την αγγλική electromagnetic) και επαγωγή (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική induction
Πολυλεκτικός όρος
ηλεκτρομαγνητική επαγωγή θηλυκό (συνήθως στον ενικό)
- (φυσική) η εμφάνιση ηλεκτρισμού εξαιτίας μαγνητικού πεδίου
Πηγές
- Ηλεκτρομαγνητική επαγωγή - Ανοικτά ακαδημαϊκά μαθήματα - Πανεπιστήμιο Πατρών πρόσβαση:2019.10.27.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.