induction

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

induction (en)

  1. (λογική) επαγωγή
  2. (μαθηματικά) επαγωγή αναδρομή
  3. (φυσική) ηλεκτρομαγνητική επαγωγή
  4. (φυσική) ηλεκτροστατική επαγωγή

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

induction < λατινική inductio

Προφορά

ΔΦΑ : /ɛ̃dyksjɔ̃/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
induction inductions

induction (fr) θηλυκό

  1. (λογική) η επαγωγή
     δείτε τη λέξη  analogie, généralisation, inférence
     αντώνυμα: déduction
  2. (ηλεκτρισμός) η επαγωγή
     δείτε τη λέξη  inductance
  3. (βιολογία) αρχή φαινομένου με μικρή καθυστέρηση σε σχέση με την αιτία του

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.