μαγνητικό πεδίο
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
μαγνητικό πεδίο
<
μαγνητικό
+
πεδίο
Ουσιαστικό
μαγνητικό πεδίο
ουδέτερο
(
φυσική
)
χώρος
στον οποίο ασκούνται
μαγνητικές
δυνάμεις
μαγνητικό πεδίο
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
μαγνητικό πεδίο
αγγλικά
:
magnetic field
(en)
γαλλικά
:
champ magnétique
(fr)
γερμανικά
:
Magnetfeld
(de)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.