ηλεκτροακουστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλεκτροακουστικός η ηλεκτροακουστική το ηλεκτροακουστικό
      γενική του ηλεκτροακουστικού της ηλεκτροακουστικής του ηλεκτροακουστικού
    αιτιατική τον ηλεκτροακουστικό την ηλεκτροακουστική το ηλεκτροακουστικό
     κλητική ηλεκτροακουστικέ ηλεκτροακουστική ηλεκτροακουστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλεκτροακουστικοί οι ηλεκτροακουστικές τα ηλεκτροακουστικά
      γενική των ηλεκτροακουστικών των ηλεκτροακουστικών των ηλεκτροακουστικών
    αιτιατική τους ηλεκτροακουστικούς τις ηλεκτροακουστικές τα ηλεκτροακουστικά
     κλητική ηλεκτροακουστικοί ηλεκτροακουστικές ηλεκτροακουστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ηλεκτροακουστικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ηλεκτροακουστικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.