ηδονόχαρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ηδονόχαρος | η | ηδονόχαρη | το | ηδονόχαρο |
| γενική | του | ηδονόχαρου | της | ηδονόχαρης | του | ηδονόχαρου |
| αιτιατική | τον | ηδονόχαρο | την | ηδονόχαρη | το | ηδονόχαρο |
| κλητική | ηδονόχαρε | ηδονόχαρη | ηδονόχαρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ηδονόχαροι | οι | ηδονόχαρες | τα | ηδονόχαρα |
| γενική | των | ηδονόχαρων | των | ηδονόχαρων | των | ηδονόχαρων |
| αιτιατική | τους | ηδονόχαρους | τις | ηδονόχαρες | τα | ηδονόχαρα |
| κλητική | ηδονόχαροι | ηδονόχαρες | ηδονόχαρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
ηδονόχαρος
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (1998). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Α΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.