leadership

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

leadership < leader + -ship

Ουσιαστικό

leadership (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η ηγεσία, η κατάσταση ή τη θέση του ηγέτη
    under the leadership of someone - υπό την ηγεσία του κάποιου
  2. (μη μετρήσιμο) ηγετικός, η ικανότητα να είναι ηγέτης ή τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ένας καλός ηγέτης
    He has leadership qualities.
    Έχει ηγετικές ικανότητες.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.