ηγεμονισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ηγεμονισμός | οι | ηγεμονισμοί |
| γενική | του | ηγεμονισμού | των | ηγεμονισμών |
| αιτιατική | τον | ηγεμονισμό | τους | ηγεμονισμούς |
| κλητική | ηγεμονισμέ | ηγεμονισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ηγεμονισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hegemony + -ισμός < αρχαία ελληνική ἡγεμονία
Ουσιαστικό
ηγεμονισμός αρσενικό
- η θέληση να ηγεμονεύει κάποιος, να κυριαρχεί και να ρυθμίζει μια κατάσταση, καθώς και οι αντίστοιχες ενέργειες
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ηγεμόνας
Μεταφράσεις
ηγεμονισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.