ζύμωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζύμωμα | τα | ζυμώματα |
| γενική | του | ζυμώματος | των | ζυμωμάτων |
| αιτιατική | το | ζύμωμα | τα | ζυμώματα |
| κλητική | ζύμωμα | ζυμώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_(24399440891).jpg.webp)
Ζύμωμα πάνω σε ξύλο.
Ετυμολογία
- ζύμωμα < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό
ζύμωμα ουδέτερο
- η ενέργεια του ζυμώνω· η μάλαξη με τα χέρια ή με ειδικό μηχάνημα ενός μείγματος από αλεύρι, νερό και άλλα υλικά, για να φτιαχτεί ζύμη για ψωμί ή γλυκίσματα
- (μεταφορικά) η διάπλαση του χαρακτήρα που φέρνει η συναναστροφή με άλλους ανθρώπους και η τριβή με τα προβλήματα της ζωής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.