ζύμωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζύμωμα τα ζυμώματα
      γενική του ζυμώματος των ζυμωμάτων
    αιτιατική το ζύμωμα τα ζυμώματα
     κλητική ζύμωμα ζυμώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ζύμωμα πάνω σε ξύλο.

Ετυμολογία

ζύμωμα < αρχαία ελληνική

Ουσιαστικό

ζύμωμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του ζυμώνω· η μάλαξη με τα χέρια ή με ειδικό μηχάνημα ενός μείγματος από αλεύρι, νερό και άλλα υλικά, για να φτιαχτεί ζύμη για ψωμί ή γλυκίσματα
  2. (μεταφορικά) η διάπλαση του χαρακτήρα που φέρνει η συναναστροφή με άλλους ανθρώπους και η τριβή με τα προβλήματα της ζωής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.