ζωοτεχνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζωοτεχνικός | η | ζωοτεχνική | το | ζωοτεχνικό |
| γενική | του | ζωοτεχνικού | της | ζωοτεχνικής | του | ζωοτεχνικού |
| αιτιατική | τον | ζωοτεχνικό | τη | ζωοτεχνική | το | ζωοτεχνικό |
| κλητική | ζωοτεχνικέ | ζωοτεχνική | ζωοτεχνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζωοτεχνικοί | οι | ζωοτεχνικές | τα | ζωοτεχνικά |
| γενική | των | ζωοτεχνικών | των | ζωοτεχνικών | των | ζωοτεχνικών |
| αιτιατική | τους | ζωοτεχνικούς | τις | ζωοτεχνικές | τα | ζωοτεχνικά |
| κλητική | ζωοτεχνικοί | ζωοτεχνικές | ζωοτεχνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ζωοτεχνικός < ζωοτεχνία
Μεταφράσεις
ζωοτεχνικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.