ζωοτεχνικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωοτεχνικός η ζωοτεχνική το ζωοτεχνικό
      γενική του ζωοτεχνικού της ζωοτεχνικής του ζωοτεχνικού
    αιτιατική τον ζωοτεχνικό τη ζωοτεχνική το ζωοτεχνικό
     κλητική ζωοτεχνικέ ζωοτεχνική ζωοτεχνικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωοτεχνικοί οι ζωοτεχνικές τα ζωοτεχνικά
      γενική των ζωοτεχνικών των ζωοτεχνικών των ζωοτεχνικών
    αιτιατική τους ζωοτεχνικούς τις ζωοτεχνικές τα ζωοτεχνικά
     κλητική ζωοτεχνικοί ζωοτεχνικές ζωοτεχνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζωοτεχνικός < ζωοτεχνία

Επίθετο

ζωοτεχνικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τη ζωοτεχνία

Μεταφράσεις


Ουσιαστικό

ζωοτεχνικός αρσενικό ή θηλυκό

  1. εμπειρογνώμονας ειδικευμένος στη ζωοτεχνία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.