ζωοκομικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωοκομικός η ζωοκομική το ζωοκομικό
      γενική του ζωοκομικού της ζωοκομικής του ζωοκομικού
    αιτιατική τον ζωοκομικό τη ζωοκομική το ζωοκομικό
     κλητική ζωοκομικέ ζωοκομική ζωοκομικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωοκομικοί οι ζωοκομικές τα ζωοκομικά
      γενική των ζωοκομικών των ζωοκομικών των ζωοκομικών
    αιτιατική τους ζωοκομικούς τις ζωοκομικές τα ζωοκομικά
     κλητική ζωοκομικοί ζωοκομικές ζωοκομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζωοκομικός < ζωοκομ(ία) ζωοκόμ(ος) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /zo.o.ko.miˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζωοκομικός

Επίθετο

ζωοκομικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • ζωοκομικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.