ζωάνθρωπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζωάνθρωπος οι ζωάνθρωποι
      γενική του ζωάνθρωπου
& ζωανθρώπου
των ζωάνθρωπων
& ζωανθρώπων
    αιτιατική τον ζωάνθρωπο τους ζωάνθρωπους
& ζωανθρώπους
     κλητική ζωάνθρωπε ζωάνθρωποι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζωάνθρωπος < ζώο + άνθρωπος

Ουσιαστικό

ζωάνθρωπος αρσενικό

  1. (ιατρική) ασθενής που πάσχει από ζωανθρωπία
  2. (σπάνιο) πολύ κακός άνθρωπος
     συνώνυμα: κτήνος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.