ζυμοτεχνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζυμοτεχνία | οι | ζυμοτεχνίες |
| γενική | της | ζυμοτεχνίας | των | ζυμοτεχνιών |
| αιτιατική | τη | ζυμοτεχνία | τις | ζυμοτεχνίες |
| κλητική | ζυμοτεχνία | ζυμοτεχνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ζυμοτεχνία θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ζυμοτεχνία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.