ζυθοζύμη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζυθοζύμη οι ζυθοζύμες
      γενική της ζυθοζύμης των ζυθοζυμών
    αιτιατική τη ζυθοζύμη τις ζυθοζύμες
     κλητική ζυθοζύμη ζυθοζύμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζυθοζύμη < ζύθος + -ο- + ζύμη ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Bierhefe)

Ουσιαστικό

ζυθοζύμη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.