ζηλώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζηλώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζηλῶ, συνηρημένος τύπος του ζηλόω < ζῆλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ziˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζη‐λώ
- τονικό παρώνυμο: ζήλο
Ρήμα
ζηλώ, -οίς, -οί..., αόριστος κατά τα αρχαία: εζήλωσα (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
- → λείπει η κλίση
- ορισμένοι τύποι του ρήματος γράφονται (λόγια) με -οι: ζηλοίς, ζηλοί, ζηλοίτε…
Μεταφράσεις
ζηλώ
|
Πηγές
- ζηλώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.