ζεϊμπέκικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζεϊμπέκικος | η | ζεϊμπέκικη | το | ζεϊμπέκικο |
| γενική | του | ζεϊμπέκικου | της | ζεϊμπέκικης | του | ζεϊμπέκικου |
| αιτιατική | τον | ζεϊμπέκικο | τη | ζεϊμπέκικη | το | ζεϊμπέκικο |
| κλητική | ζεϊμπέκικε | ζεϊμπέκικη | ζεϊμπέκικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζεϊμπέκικοι | οι | ζεϊμπέκικες | τα | ζεϊμπέκικα |
| γενική | των | ζεϊμπέκικων | των | ζεϊμπέκικων | των | ζεϊμπέκικων |
| αιτιατική | τους | ζεϊμπέκικους | τις | ζεϊμπέκικες | τα | ζεϊμπέκικα |
| κλητική | ζεϊμπέκικοι | ζεϊμπέκικες | ζεϊμπέκικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ζεϊμπέκικος < ζεϊμπέκης
Επίθετο
ζεϊμπέκικος, -η, -ο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.