ζεϊμπέκης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ζεϊμπέκης | οι | ζεϊμπέκηδες |
| γενική | του | ζεϊμπέκη | των | ζεϊμπέκηδων |
| αιτιατική | τον | ζεϊμπέκη | τους | ζεϊμπέκηδες |
| κλητική | ζεϊμπέκη | ζεϊμπέκηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζεϊμπέκης < (άμεσο δάνειο) τουρκική zeybek (ζεϊμπέκ) + -ης[1]
Ουσιαστικό
ζεϊμπέκης αρσενικό
- (ιστορία) μέλος πληθυσμού εξισλαμισμένους Έλληνες από την οθωμανική περιοχή του Aϊδινίου στη Mικρά Aσία, που είχε ήθη κι έθιμα ολότελα διαφορετικά από τους υπόλοιπους μουσουλμανικούς πληθυσμούς
- ζεϊμπέκος
- ζεϊμπέκι
Συγγενικά
- ζεμπεκιά
- ζεϊμπέκικος, (το) ζεϊμπέκικο
- επώνυμα:
-
Ζεϊμπέκοι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ζεϊμπέκης
|
|
Αναφορές
- ζεϊμπέκης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.