ζευγόλουρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζευγόλουρο | τα | ζευγόλουρα |
| γενική | του | ζευγόλουρου | των | ζευγόλουρων |
| αιτιατική | το | ζευγόλουρο | τα | ζευγόλουρα |
| κλητική | ζευγόλουρο | ζευγόλουρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ζευγόλουρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.