ζευγαρωτά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ζευγαρωτά
<
ζευγαρωτός
Επίρρημα
ζευγαρωτά
δύο δύο, ανά
δύο
αυτός ο χορός χορεύεται
ζευγαρωτά
προχώρησαν
ζευγαρωτά
Μεταφράσεις
ζευγαρωτά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ζευγαρωτά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ζευγαρωτό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.