ξαναζεσταίνω
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξαναζεσταίνω | ξαναζέσταινα | θα ξαναζεσταίνω | να ξαναζεσταίνω | ξαναζεσταίνοντας | |
| β' ενικ. | ξαναζεσταίνεις | ξαναζέσταινες | θα ξαναζεσταίνεις | να ξαναζεσταίνεις | ξαναζέσταινε | |
| γ' ενικ. | ξαναζεσταίνει | ξαναζέσταινε | θα ξαναζεσταίνει | να ξαναζεσταίνει | ||
| α' πληθ. | ξαναζεσταίνουμε | ξαναζεσταίναμε | θα ξαναζεσταίνουμε | να ξαναζεσταίνουμε | ||
| β' πληθ. | ξαναζεσταίνετε | ξαναζεσταίνατε | θα ξαναζεσταίνετε | να ξαναζεσταίνετε | ξαναζεσταίνετε | |
| γ' πληθ. | ξαναζεσταίνουν(ε) | ξαναζέσταιναν ξαναζεσταίναν(ε) |
θα ξαναζεσταίνουν(ε) | να ξαναζεσταίνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξαναζέστανα | θα ξαναζεστάνω | να ξαναζεστάνω | ξαναζεστάνει | ||
| β' ενικ. | ξαναζέστανες | θα ξαναζεστάνεις | να ξαναζεστάνεις | ξαναζέστανε | ||
| γ' ενικ. | ξαναζέστανε | θα ξαναζεστάνει | να ξαναζεστάνει | |||
| α' πληθ. | ξαναζεστάναμε | θα ξαναζεστάνουμε | να ξαναζεστάνουμε | |||
| β' πληθ. | ξαναζεστάνατε | θα ξαναζεστάνετε | να ξαναζεστάνετε | ξαναζεστάνετε | ||
| γ' πληθ. | ξαναζέσταναν ξαναζεστάναν(ε) |
θα ξαναζεστάνουν(ε) | να ξαναζεστάνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξαναζεστάνει | είχα ξαναζεστάνει | θα έχω ξαναζεστάνει | να έχω ξαναζεστάνει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξαναζεστάνει | είχες ξαναζεστάνει | θα έχεις ξαναζεστάνει | να έχεις ξαναζεστάνει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξαναζεστάνει | είχε ξαναζεστάνει | θα έχει ξαναζεστάνει | να έχει ξαναζεστάνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξαναζεστάνει | είχαμε ξαναζεστάνει | θα έχουμε ξαναζεστάνει | να έχουμε ξαναζεστάνει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξαναζεστάνει | είχατε ξαναζεστάνει | θα έχετε ξαναζεστάνει | να έχετε ξαναζεστάνει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξαναζεστάνει | είχαν ξαναζεστάνει | θα έχουν ξαναζεστάνει | να έχουν ξαναζεστάνει |
| |
Μεταφράσεις
ξαναζεσταίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.