ζενιθικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζενιθικός η ζενιθική το ζενιθικό
      γενική του ζενιθικού της ζενιθικής του ζενιθικού
    αιτιατική τον ζενιθικό τη ζενιθική το ζενιθικό
     κλητική ζενιθικέ ζενιθική ζενιθικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζενιθικοί οι ζενιθικές τα ζενιθικά
      γενική των ζενιθικών των ζενιθικών των ζενιθικών
    αιτιατική τους ζενιθικούς τις ζενιθικές τα ζενιθικά
     κλητική ζενιθικοί ζενιθικές ζενιθικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζενιθικός < ζενίθ + -ικός

Επίθετο

ζενιθικός, -ή, -ό (& ζενιθιακός)

  • που έχει σχέση ή αναφέρεται στο ζενίθ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.