εὔθυνος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὔθυνος οἱ εὔθυνοι
      γενική τοῦ εὐθύνου τῶν εὐθύνων
      δοτική τῷ εὐθύν τοῖς εὐθύνοις
    αιτιατική τὸν εὔθυνον τοὺς εὐθύνους
     κλητική ! εὔθυνε εὔθυνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐθύνω
γεν-δοτ τοῖν  εὐθύνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εὔθυνος < εὔθυνα  και δείτε τη λέξη εὐθύνω

Ουσιαστικό

εὔθυνος, -ου

  1. (νομικός όρος) δικαστής
      6ος/5ος αιώνς πκε Αισχύλος, Πέρσαι, 828
    Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόμπων ἄγαν φρονημάτων ἔπεστιν, εὔθυνος βαρύς.
  2. (διοίκηση) αξιωματούχος καθεμιάς από τις 10 φυλές της αρχαίας Αθήνας
      4ος αιώνας πκε Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 48.4
    κληροῦσι δὲ καὶ εὐθύνους ἕνα τῆς φυλῆς ἑκάστης

Παράγωγα

  • εὐθηνός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.