ὑπεύθυνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ὑπεύθυνος | τὸ | ὑπεύθυνον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ὑπευθύνου | τοῦ | ὑπευθύνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ὑπευθύνῳ | τῷ | ὑπευθύνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ὑπεύθυνον | τὸ | ὑπεύθυνον | ||
| κλητική ὦ! | ὑπεύθυνε | ὑπεύθυνον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ὑπεύθυνοι | τὰ | ὑπεύθυνᾰ | ||
| γενική | τῶν | ὑπευθύνων | τῶν | ὑπευθύνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ὑπευθύνοις | τοῖς | ὑπευθύνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὑπευθύνους | τὰ | ὑπεύθυνᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ὑπεύθυνοι | ὑπεύθυνᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑπευθύνω | τὼ | ὑπευθύνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὑπευθύνοιν | τοῖν | ὑπευθύνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ὑπεύθυνος, -ος, -ον
- σχετικός με αξίωμα για το οποίο κάποιος είναι υπόλογος, πρέπει να λογοδοτήσει γι' αυτό στο τέλος της θητείας του
- (στην αρχαία Αθήνα) ο άρχοντας που πρέπει να λογοδοτήσει στο τέλος της θητείας του
- που πρέπει να τιμωρηθεί για άδικη πράξη
Παράγωγα
- ὑπευθύνως (επίρρημα)
Συγγενικά
- εὔθυνα
- εὔθυνος
Αναφορές
- «υπεύθυνος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ὑπεύθυνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπεύθυνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.