εἴσειμι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
εἴσειμι
- εισέρχομαι
- (θέατρο) εισέρχομαι στη σκηνή (για το χορό θεατρικής παράστασης)
- (πολιτική) έρχομαι / εμφανίζομαι στην εκκλησία του δήμου (για να αγορεύσω)
- (πολιτική) αναλαμβάνω κάποιο αξίωμα
- (νομικός όρος) έρχομαι / εμφανίζομαι στο δικαστήριο
- περνάω απ’ το μυαλό
- (ουσιαστικοποιημένο) τά εἰσιόντα: η τροφή
Κλίση
εἴσειμι
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.