εφταπλάσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφταπλάσιος η εφταπλάσια το εφταπλάσιο
      γενική του εφταπλάσιου της εφταπλάσιας του εφταπλάσιου
    αιτιατική τον εφταπλάσιο την εφταπλάσια το εφταπλάσιο
     κλητική εφταπλάσιε εφταπλάσια εφταπλάσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφταπλάσιοι οι εφταπλάσιες τα εφταπλάσια
      γενική των εφταπλάσιων των εφταπλάσιων των εφταπλάσιων
    αιτιατική τους εφταπλάσιους τις εφταπλάσιες τα εφταπλάσια
     κλητική εφταπλάσιοι εφταπλάσιες εφταπλάσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εφταπλάσιος < επταπλάσιος με προσαρμογή στη δημοτική [pt] > [ft] με εφτα- + -πλάσιος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ftaˈpla.si.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εφταπλάσιος

Επίθετο

εφταπλάσιος, -α, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.