εφταπλάσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εφταπλάσιος | η | εφταπλάσια | το | εφταπλάσιο |
| γενική | του | εφταπλάσιου | της | εφταπλάσιας | του | εφταπλάσιου |
| αιτιατική | τον | εφταπλάσιο | την | εφταπλάσια | το | εφταπλάσιο |
| κλητική | εφταπλάσιε | εφταπλάσια | εφταπλάσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εφταπλάσιοι | οι | εφταπλάσιες | τα | εφταπλάσια |
| γενική | των | εφταπλάσιων | των | εφταπλάσιων | των | εφταπλάσιων |
| αιτιατική | τους | εφταπλάσιους | τις | εφταπλάσιες | τα | εφταπλάσια |
| κλητική | εφταπλάσιοι | εφταπλάσιες | εφταπλάσια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εφταπλάσιος < επταπλάσιος με προσαρμογή στη δημοτική [pt] > [ft] με εφτα- + -πλάσιος [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ftaˈpla.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐φτα‐πλά‐σι‐ος
Συγγενικά
- εφταπλός
- εφταπλασιάζω
- εφταπλασιασμός
Μεταφράσεις
εφταπλάσιος
|
Αναφορές
- εφταπλάσιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.