εφοπλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εφοπλισμός | οι | εφοπλισμοί |
| γενική | του | εφοπλισμού | των | εφοπλισμών |
| αιτιατική | τον | εφοπλισμό | τους | εφοπλισμούς |
| κλητική | εφοπλισμέ | εφοπλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εφοπλισμός < εφοπλιστής + -ισμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.fo.pliˈzmos/
Ουσιαστικό
εφοπλισμός αρσενικό
- οι εφοπλιστές ως σύνολο και οι σχετικές τους δραστηριότητες
- ο εφοδιασμός πλοίων με τα αναγκαία όργανα, εξαρτήματα, καύσιμα κλπ.
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις εφοπλιστής και όπλο
Μεταφράσεις
εφοπλισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.