ευωχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευωχία οι ευωχίες
      γενική της ευωχίας των ευωχιών
    αιτιατική την ευωχία τις ευωχίες
     κλητική ευωχία ευωχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευωχία < αρχαία ελληνική εὐωχία < εὖ + ἔχω

Ουσιαστικό

ευωχία θηλυκό

  1. το πλούσιο φαγοπότι και γλέντι
  2. η ευθυμία που επικρατεί σ' ένα γλέντι
  3. γλέντι, γλεντοκόπι, ξεφάντωμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.