φαγοπότι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φαγοπότι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φαγοπότιον < φαγ(ίν) + -ο- + ποτ(όν) + -ιον
Προφορά
- ΔΦΑ : /fa.ɣoˈpo.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐γο‐πό‐τι
Ουσιαστικό
φαγοπότι ουδέτερο
- η ταυτόχρονη κατανάλωση φαγητού και οινοπνευματώδους (συνήθως) ποτού
- η διασκέδαση και η καλή διάθεση που δημιουργείται, όταν συγκεντρώνονται άνθρωποι που καταναλώνουν φαγητό και οινοπνευματώδη ποτά, το ξεφάντωμα
- μεγάλο φαγοπότι: ρυθμίσεις ή ατασθαλίες με τις οποίες κάποιοι επωφελήθηκαν οικονομικά
- Το Mεγάλο Φαγοπότι, με ξένους τίτλους "La grande bouffe" και "The big feast" είναι ταινία toυ 1973
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.