εγκωμιασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εγκωμιασμός | οι | εγκωμιασμοί |
| γενική | του | εγκωμιασμού | των | εγκωμιασμών |
| αιτιατική | τον | εγκωμιασμό | τους | εγκωμιασμούς |
| κλητική | εγκωμιασμέ | εγκωμιασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εγκωμιασμός < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.