ευτελισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ευτελισμός | οι | ευτελισμοί |
| γενική | του | ευτελισμού | των | ευτελισμών |
| αιτιατική | τον | ευτελισμό | τους | ευτελισμούς |
| κλητική | ευτελισμέ | ευτελισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευτελισμός < ευτελίζω
Συνώνυμα
Σύνθετα
Μεταφράσεις
ευτελισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.