ευτελίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ευτελίζω < ευτελής (< ευ + τέλος) + -ίζω

Ρήμα

ευτελίζω (παθητ. φωνή: ευτελίζομαι)

  • μειώνω την αξία ή το κύρος (π.χ. ενός θεσμού, μιας ιδέας, ενός όντος).
οι πρακτικές που ακολουθήθηκαν ευτελίζουν την έννοια της χρηστής διοίκησης.

Συγγενικά

Συνώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.