ευτελίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ευτελίζω (παθητ. φωνή: ευτελίζομαι)
- μειώνω την αξία ή το κύρος (π.χ. ενός θεσμού, μιας ιδέας, ενός όντος).
- οι πρακτικές που ακολουθήθηκαν ευτελίζουν την έννοια της χρηστής διοίκησης.
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ευτελίζω | ευτέλιζα | θα ευτελίζω | να ευτελίζω | ευτελίζοντας | |
| β' ενικ. | ευτελίζεις | ευτέλιζες | θα ευτελίζεις | να ευτελίζεις | ευτέλιζε | |
| γ' ενικ. | ευτελίζει | ευτέλιζε | θα ευτελίζει | να ευτελίζει | ||
| α' πληθ. | ευτελίζουμε | ευτελίζαμε | θα ευτελίζουμε | να ευτελίζουμε | ||
| β' πληθ. | ευτελίζετε | ευτελίζατε | θα ευτελίζετε | να ευτελίζετε | ευτελίζετε | |
| γ' πληθ. | ευτελίζουν(ε) | ευτέλιζαν ευτελίζαν(ε) |
θα ευτελίζουν(ε) | να ευτελίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ευτέλισα | θα ευτελίσω | να ευτελίσω | ευτελίσει | ||
| β' ενικ. | ευτέλισες | θα ευτελίσεις | να ευτελίσεις | ευτέλισε | ||
| γ' ενικ. | ευτέλισε | θα ευτελίσει | να ευτελίσει | |||
| α' πληθ. | ευτελίσαμε | θα ευτελίσουμε | να ευτελίσουμε | |||
| β' πληθ. | ευτελίσατε | θα ευτελίσετε | να ευτελίσετε | ευτελίστε | ||
| γ' πληθ. | ευτέλισαν ευτελίσαν(ε) |
θα ευτελίσουν(ε) | να ευτελίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ευτελίσει | είχα ευτελίσει | θα έχω ευτελίσει | να έχω ευτελίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ευτελίσει | είχες ευτελίσει | θα έχεις ευτελίσει | να έχεις ευτελίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ευτελίσει | είχε ευτελίσει | θα έχει ευτελίσει | να έχει ευτελίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ευτελίσει | είχαμε ευτελίσει | θα έχουμε ευτελίσει | να έχουμε ευτελίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ευτελίσει | είχατε ευτελίσει | θα έχετε ευτελίσει | να έχετε ευτελίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ευτελίσει | είχαν ευτελίσει | θα έχουν ευτελίσει | να έχουν ευτελίσει |
| |
Μεταφράσεις
ευτελίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.