ευρωκοινοβούλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ευρωκοινοβούλιο | τα | ευρωκοινοβούλια |
| γενική | του | ευρωκοινοβούλιου & ευρωκοινοβουλίου |
των | ευρωκοινοβούλιων & ευρωκοινοβουλίων |
| αιτιατική | το | ευρωκοινοβούλιο | τα | ευρωκοινοβούλια |
| κλητική | ευρωκοινοβούλιο | ευρωκοινοβούλια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευρωκοινοβούλιο < ευρω- + κοινοβούλιο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική Europarliament [1] < European Parliament [2][3]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.vɾo.ci.noˈvu.li.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐ρω‐κοι‐νο‐βού‐λι‐ο
Ουσιαστικό
ευρωκοινοβούλιο ουδέτερο
- (πολιτική) το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το κοινοβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
- συχνά, με κεφαλαίο αρχικό γράμμα, Ευρωκοινοβούλιο
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ευρωκοινοβούλιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ευρωκοινοβούλιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- s.v. Ευρώπη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.