ευρυμάθεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευρυμάθεια οι ευρυμάθειες
      γενική της ευρυμάθειας των ευρυμαθειών
    αιτιατική την ευρυμάθεια τις ευρυμάθειες
     κλητική ευρυμάθεια ευρυμάθειες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευρυμάθεια < ευρυμαθής + -εια < ευρυ- + -μαθής

Ουσιαστικό

ευρυμάθεια θηλυκό

  • η κατοχή πολλών γνώσεων (και σε πολλούς τομείς)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.