erudition

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

erudition (en)

  • ευρυμάθεια, βαθιά γνώση που είναι αποτέλεσμα συστηματικών σπουδών και έρευνας, ιδιαίτερα στο χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.