ευπείθεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευπείθεια οι ευπείθειες
      γενική της ευπείθειας των ευπειθειών
    αιτιατική την ευπείθεια τις ευπείθειες
     κλητική ευπείθεια ευπείθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ευπείθεια < (ελληνιστική κοινή) εὐπείθεια < εὐπείθεια < εὖ + πείθω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeydʰ-

Ουσιαστικό

ευπείθεια θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.