ευκατάρριπτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευκατάρριπτος | η | ευκατάρριπτη | το | ευκατάρριπτο |
| γενική | του | ευκατάρριπτου | της | ευκατάρριπτης | του | ευκατάρριπτου |
| αιτιατική | τον | ευκατάρριπτο | την | ευκατάρριπτη | το | ευκατάρριπτο |
| κλητική | ευκατάρριπτε | ευκατάρριπτη | ευκατάρριπτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευκατάρριπτοι | οι | ευκατάρριπτες | τα | ευκατάρριπτα |
| γενική | των | ευκατάρριπτων | των | ευκατάρριπτων | των | ευκατάρριπτων |
| αιτιατική | τους | ευκατάρριπτους | τις | ευκατάρριπτες | τα | ευκατάρριπτα |
| κλητική | ευκατάρριπτοι | ευκατάρριπτες | ευκατάρριπτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευκατάρριπτος < ευ- + καταρρίπτω + -τος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ευκατάρριπτος
|
|
Αναφορές
- -ρριπτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.